Новогреческий словарь
όμορφος
όμορφ|ος
красивый, прекрасный
;
~ κόσμος ηθικός, αγγελικά πλασμένος — ирон. [phrase]этот прекрасный, чистый, ангелами созданный мир[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
красивый
? —
όμορφος
как на
(ново)греческом
будет слово
прекрасный
? —
όμορφος
как с
(ново)греческого
переводится слово
όμορφος
? — красивый, прекрасный
#
(ново)греческий словарь
—
μεσόφωνος
—
φυτοτεχνία
—
φλυάρημα
—
εκδίδομαι
—
επαργυρώνω
—
ομαδόν
—
ιχθυοκαλλιεργήτρια
—
συναποθνήσκω
—
παγοθραύστης
—
ερυθραίνομαι
—
τρυπανίζω
—
τάληρο
—
ενάλιος
—
σερετιά
—
μεροκάματο
—
ταώνειος
—
υδροκύστωμα
—
ψιψίνα
—
βαμβακού
—
τρακτεράκι
—
φεσοποιός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω