Новогреческий словарь
διασκόπηση
διασκόπηση
(-εως) η
тщательное изучение, анализ
;
η ~ τής πολιτικής καταστάσεως — анализ политического положения
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
тщательное изучение
? —
διασκόπηση
как на
(ново)греческом
будет слово
анализ
? —
διασκόπηση
как с
(ново)греческого
переводится слово
διασκόπηση
? — тщательное изучение, анализ
#
(ново)греческий словарь
—
ξόδι
—
μασκάρω
—
ψηφίζομαι
—
περικνημίδα
—
ξεσηκώνομαι
—
απηυθυσμένον
—
ασούβλιστα
—
γλυκόμματος
—
ενθάπτω
—
συζητω
—
ακρουστάλλιαστος
—
αναρμονικός
—
ραγίζω
—
αεριστήριος
—
Μελισσάνθη
—
κρασπεδώνω
—
μπόρτσι
—
χηνοειδής
—
κυνηγάω
—
ημιανάταση
—
τάππα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,