|
το запасное колесо (или шина) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово запасное колесо? — ανταλλακτικό как с (ново)греческого переводится слово ανταλλακτικό? — запасное колесо — σύστρεμμα — παρατώ — ρωγμώδης — Μογγόλα — ερανιστικός — παλιρροιογράφος — ουρανογνωσία — μυς — χειραφετώ — κατηγόρεμα — κληρικισμός — παραδόπιστος — σφυριχτός — γιορτιάτικα — αιμοκάθαρση — διαβαθμίζω — εκτομίς — ζαχαροπλαστείο — αποφρακτήρας — ανδράχλη — ακήδευτος |
|||