|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ντροπιαστικά? — — διαρρόφηση — αίγλη — υποσιτισμός — φετβάς — πολυσποριά — διακοπτικός — φυμάτιο — κουλουράκι — σιδηρουργικός — ένστικτο — φίλυπνος — θραύω — μπριζόλα — βήτα — αλληλένδετος — καταθλίβω — μαιευτικός — ευρώπιον — διστοιχία — τρισυπόστατος — Σουηδέζα |
|||