ντροπιαστικά

формы словаβ
ντροπιαστικά



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ντροπιαστικά? —


διαρρόφησηαίγληυποσιτισμόςφετβάςπολυσποριάδιακοπτικόςφυμάτιοκουλουράκισιδηρουργικόςένστικτοφίλυπνοςθραύωμπριζόλαβήτααλληλένδετοςκαταθλίβωμαιευτικόςευρώπιονδιστοιχίατρισυπόστατοςΣουηδέζα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit