|
η двоюродная сестра; δεύτερη ~ — троюродная сестра #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово двоюродная сестра? — εξαδέλφη как с (ново)греческого переводится слово εξαδέλφη? — двоюродная сестра — άφοβος — μωομεθανικός — μουσικομανής — απόρριμμα — αλεσφερίσι — παράλλαξις — θενά — παθητικότητα — ξεστάχυασμα — αντιδραστήρας — νανοφυία — βρωμησιά — κανναβόσκοινο — νοματίζω — λατομική — κακκαδιάζω — ραδιοπυξίς — μετρητικός — αρχοθήρας — ξεκάπνισμα — νεκρώνομαι |
|||