Новогреческий словарь
κρανιολογικός
κρανιολογικός
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
κρανιολογικός
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ακαρίαση
—
μονοπέταλος
—
μίτρα
—
εσφαλμένος
—
εκχωρήτρια
—
τόκος
—
πρωτοξείδιο
—
εκτελεστός
—
ωοτοκώ
—
συκόμορον
—
αυτοσχεδιαστικός
—
ρωγοβύζι
—
φίλιππος
—
σουσαμένιος
—
αργατικό
—
μπεμόλ
—
σοκολατίτσα
—
ζυμοτεχνικά
—
ακόρδωτα
—
αυτογονιμοποίηση
—
φωταψία
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве