|
нарушающий спокойствие; тревожный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово нарушающий спокойствие? — διαταρακτικός как на (ново)греческом будет слово тревожный? — διαταρακτικός как с (ново)греческого переводится слово διαταρακτικός? — нарушающий спокойствие, тревожный — αεροθλίπτης — χαμοκερασιά — φύλαρχος — λωτοφάγος — σκουληκιασμένος — πανσοβιετικός — μωρός — στροβιλογεννήτρια — καταπλέω — γαμιστράκιας — αμφιτρύων — ηδυπάθεια — σπορητός — άπιστα — καθυποτάσσω — παρλιακός — αναλγησία — διεκτομή — οικοδόμημα — κονσερβοποίηση — μελικός |
|||