|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κλεψίτυπο? — — πλατύσωμος — ψηφοθήρας — γνοιάζομαι — χλωροφορμίζω — δουλοπαροικία — αλεκάτη — βουβαίνω — ιδιόχρωμος — κλωστοϋφαντικός — ραφιναρισμένος — λευκωματούχος — μηχανορραφία — κατήγορος — αλεκτρυών — δημιουργώ — αγορανομικός — μοιχεύω — φαρμάκωμα — χλωροφόρμιση — αγκριζάριστος — εκδίκαση |
|||