Новогреческий словарь
μετάγγισμα
μετάγγισμα
το
переливание
(жидкости);
~ αίματος — переливание крови
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
переливание
? —
μετάγγισμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
μετάγγισμα
? — переливание
#
(ново)греческий словарь
—
άκοπος
—
αορτήρας
—
γούβαθος
—
νεφροειδής
—
μαντατοφόρος
—
καπνιστήριο
—
ασυλλόγιστος
—
αναγνώστρια
—
γεφυροποιός
—
γαίμα
—
αναφλεκτήρας
—
ανακαγχάζω
—
άπλεγος
—
μιλιόνι
—
λίτρο
—
Θρακιώτης
—
βώλος
—
σκεπτικός
—
ακύλιστος
—
ευζωία
—
γευστικότης
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве