|
αόρ. от επιπήγνυμαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово επεπάγην? — — θύω — μανουλίτσα — σκηνοθετώ — μηδενικό — γειτνίαση — αλετρόπιασμα — αδειανός — μπαγκανότα — γελοιογράφημα — αγάπισμα — χλωρικός — ανθυποσμηναγός — εξαγριούμαι — εναρβρώνω — υποσκάζω — πολύφωτος — κακόγεννη — κάβουρας — βυζαστάρικο — υποδηματοκαθαριστήριο — προσηγορία |
|||