|
драгировать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово драгировать? — βυθοκορώ как с (ново)греческого переводится слово βυθοκορώ? — драгировать — φτωχοποίηση — παιδοψυχολογία — τοιχόστρωση — κατάληψη — ακέντρωτος — παινεύομαι — παράφαγα — διαλεκτής — γουρλούδικος — μοναχοκόρη — κατάβαση — λέζα — γύμνωμα — αυτανάφλεξη — καταχτητής — χούφταλο — τριανταφυλλόξιδο — αρμεχτός — κόσμος — θροΐζω — φραγγελώνω |
|||