|
το очистки; мусор, сор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово очистки? — αποκαθαρίδι как на (ново)греческом будет слово мусор? — αποκαθαρίδι как на (ново)греческом будет слово сор? — αποκαθαρίδι как с (ново)греческого переводится слово αποκαθαρίδι? — очистки, мусор, сор — διαμονή — περιτράνως — χέρσωμά — διάνοιγμα — ανακριβολογώ — σινιόρ — αποκαταντώ — κομιστής — σγουρός — ντερμπεντέρικα — επιπωματιστής — αναδιανεμητικός — ρεφενίζοντας — πρωτοστέφανος — πρωκτικός — κωλοπούστης — χειρογνωμονική — κονδυλοθήκη — πλαγιασμένος — λεγάτο — βρουκόλακας |
|||