Новогреческий словарь
ροκέττα
ροκέττα
η 1)
ракета
;
2)
рвота; блевота
(груб., прост.)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
ракета
? —
ροκέττα
как на
(ново)греческом
будет слово
рвота
? —
ροκέττα
как на
(ново)греческом
будет слово
блевота
? —
ροκέττα
как с
(ново)греческого
переводится слово
ροκέττα
? — ракета, рвота, блевота
#
(ново)греческий словарь
—
αμιλησιά
—
τετράτροχος
—
δευτερολεπτοδείκτης
—
ελαιοπυρήνα
—
ἐξ
—
σπαραξικάρδιος
—
κοιτάμενος
—
ψηλοτάκουνος
—
αντιμεταρρυθμίστρια
—
εξερεθίζω
—
κλιμακτηρικός
—
υπόχρεος
—
τένων
—
απολλύομαι
—
γλωσσοκοπανάω
—
αερομάχος
—
χρυσοφανής
—
ηδύτης
—
ανηφόρα
—
κωλογλείφτης
—
εξαργύρωση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,