|
, ~ύα η орешник; фундук #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово орешник? — λεπτοκαρυά как на (ново)греческом будет слово фундук? — λεπτοκαρυά как с (ново)греческого переводится слово λεπτοκαρυά? — орешник, фундук — εξάλμιση — μπαλκονόπορτα — ογρός — ψυχαλήθρα — αχλαδίτης — γενειοφορώ — χάφτω — οβιδοφόρος — λεκιάζομαι — λιναρόλαδο — σταθμογράφος — απογεύομαι — βίλα — άρατα-πέρατα — νυχτερεύω — πρίζα — ποντικομαμμή — ερωτιδεύς — προφητικός — ακαμάτισσα — χωροφύλαξ |
|||