|
наполнять наполовину #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово наполнять наполовину? — μισογεμίζω как с (ново)греческого переводится слово μισογεμίζω? — наполнять наполовину — λαχανοσαρμάς — διάβασης — κλεψιμιό — διαβολάκι — καλωσυνεύω — αδένωμα — εδράζω — νάρδον — μαντευτός — ανθογραφία — πεμπτημόριο — ανδρείκελο — γερόγατος — αντιμισθία — φτάρμισμα — αστροβολιά — είπερ — αιώρα — αφιλονίκητος — αγρίνιαστα — δυναμικότητα |
|||