αεριωθούμεν|ος

формы словаβ
αεριωθούμεν|ος
реактивный (о двигателе);
          ~ο καταδιωκτικό αεροπλάνο — реактивный истребитель



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово реактивный? — αεριωθούμενος
как с (ново)греческого переводится слово αεριωθούμενος? — реактивный


ένρινοςεδραίοςδιοχετευτικόςέξωσηπαιγνιδιάρηςεξουσιαστικόςαπροσδιοριστίατυροκομείοδογματικότητασανδαλοποιείομηχανουργικόςαποτείχισμόςθελκτικάγόμφωμαανακατωτόςαλημέριαστοςηγεμόναςκλείδωσηφτωχοφαμελίτηςαπότομοςτεφτέρι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit