|
реактивный (о двигателе); ~ο καταδιωκτικό αεροπλάνο — реактивный истребитель #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово реактивный? — αεριωθούμενος как с (ново)греческого переводится слово αεριωθούμενος? — реактивный — ένρινος — εδραίος — διοχετευτικός — έξωση — παιγνιδιάρης — εξουσιαστικός — απροσδιοριστία — τυροκομείο — δογματικότητα — σανδαλοποιείο — μηχανουργικός — αποτείχισμός — θελκτικά — γόμφωμα — ανακατωτός — αλημέριαστος — ηγεμόνας — κλείδωση — φτωχοφαμελίτης — απότομος — τεφτέρι |
|||