Новогреческий словарь
εκπορίζομαι
εκπορίζομαι
:
πού εκπορίζεται τά πρός τό ζήν; — откуда он берёт средства к жизни?
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
εκπορίζομαι
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σιτάρκης
—
εγχύνω
—
κυβερνητική
—
διαποίκιλτος
—
απάλωνο
—
ίσο
—
σουρτούκο
—
σταφίδα
—
ασπρουδερός
—
καλλικάντζαρος
—
σπινθηροβολώ
—
απομωραίνω
—
λασπόνερο
—
ξαντεριάζω
—
νέαση
—
νεκροτομείο
—
παρεμβατικός
—
αλγεινότης
—
νειρεύομαι
—
ελαιοτυπία
—
διασχίσιμος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве