|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χονδρέμπορος? — — λύτρο — δωδεκάμερα — θερμοηλεκτροπαραγωγικός — άβγαλτος — μουσειακός — περιττοσύλλαβος — φανφαρονίστικος — πεπονόφλουδα — καλαμποκόσουπα — μισάζω — ενθρονίζω — μηναλλάγια — ψυχρούλα — εξεβλήθην — γλυκοσάλιασμα — κυλώ — διηγούμαι — χειροτερεύω — γυρεύτρα — ανθρακοποιία — αφαίμαξη |
|||