|
ο скульптор; ваятель (уст.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово скульптор? — ανδριαντοποιός как на (ново)греческом будет слово ваятель? — ανδριαντοποιός как с (ново)греческого переводится слово ανδριαντοποιός? — скульптор, ваятель — αλευρού — ναυαρχικο — θνητός — έπαινος — δημότις — επίσης — ανεφάντης — σωτήρας — φιλοτιμία — καταψύχομαι — σωματίδιο — αδικοβάλλω — συρικτός — αψιμαχία — χαρτοπώλις — ξινομούνα — αντίρρευμα — φαγάδικος — στροφορμή — μηλοέλατο — αντιπαραθέτω |
|||