|
судорожный; конвульсивный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово судорожный? — συσπαστικός как на (ново)греческом будет слово конвульсивный? — συσπαστικός как с (ново)греческого переводится слово συσπαστικός? — судорожный, конвульсивный — ζωογόνος — μεταρρύθμιση — νταϊλίκι — πυροηλεκτρικός — μάξι — διακούω — μέσο — λιγυρός — καταναλωμένος — ετερόφθαλμος — εθνολάτρης — ηθικολογία — ανυπόμονος — βακτηριολογικός — ριζοβολώ — είθε — γναφεύω — καλαμπουρτζής — αδέρφι — απίδρομος — αυτοφυώς |
|||