|
αάρ. от χαίρω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово χάρηκα? — — δοξόσοφος — εκδοχέας — θησαυρισμός — ψόφος — ρόμπα — χιονοστιβάδα — σκευαγωγός — αμφιετηρίς — βώλος — προπομπός — κατώγειο — άλλοτε — ολοστόλιστος — δελφινοκόριτσο — εξολισθάνω — ακούνιστος — μπλοφάρω — συνδρομή — ορθό — συλλέκτης — διπλωματούχος |
|||