|
(-ωπος) ο тот(__,__) кто имеет слабое зрение #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тот, кто имеет слабое зрение? — αμβλύωψ как с (ново)греческого переводится слово αμβλύωψ? — тот, кто имеет слабое зрение — γλυκοκάλαμο — τίναγμα — ατηγάνητος — ναζιάρικος — αντίρροια — κοιλόπονος — κτηνιατρείο — βοστρυχοειδής — κουράδι — βουργιάλι — κάργια — χρονογραφώ — ουροανάλυση — μετεωρογραφία — λειβαδοπέρδικα — απαισιοδοξώ — μπετατζής — πρέμνο — επάγην — κάθεμα — κρύσταλλο |
|||