|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αύλειος? — — προτροπάδην — διαβολομπαντιέρα — υπερεκχείλιση — γκάζι — συφιλιδικός — ημιανάταση — ξυλαποθήκη — οροσήμανση — κυματώδης — χειμαρρώδης — απότιστος — οχτακοσιοστός — ακατέβατος — λάδανον — κεντυρίων — λιγόφαγος — πυξίδα — ανοίκιαστος — μαρινάτος — παρεξηγούμαι — πλουτοφόρος |
|||