|
напоминать, вызывать в памяти; ~ κάτι σέ κάποιον — напоминать кому-л. что-л.; αυτό μου ~ει... — [phrase]это мне напоминает...[/phrase] #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово напоминать? — υπενθυμίζω как на (ново)греческом будет слово вызывать в памяти? — υπενθυμίζω как с (ново)греческого переводится слово υπενθυμίζω? — напоминать, вызывать в памяти — αεριοωθούμενο — κηπάριο — παιδαγωγικός — αγγλικά — πελαγίσιος — υπερώριμος — δεματάς — οθόνη αφής — αναρριπιστήρας — διακανόνιση — Θεσσαλή — υπεραύξηση — ριζώνω — απαραχάρακτος — ταχυνός — ψυχανώμαλος — σιδεροστιά — δελτιογράφηση — αμερικανικός — άξεστος — προφανής |
|||