|
простуживаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово простуживаться? — πλευριτώνομαι как с (ново)греческого переводится слово πλευριτώνομαι? — простуживаться — γοργότητα — μικροπρόσωπος — διάστερος — πανόμοιος — περιβολάκι — μιμητική — τυποκλοπώ — καβατζάρω — λησμοβότανο — ακούρντιστος — πρέμνο — αντέρεισμα — αγωγιάζω — κρουστάλλι — αστράχα — λευκόλιθος — κάνθαρος — ασθενοφόρος — απόφλουδο — αποκάθαρση — καταβάλλομαι |
|||