|
αόρ. от πηγνύω #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово έπηξα? — — οικτίρω — ιασμέλαιο — νεροκαμένος — ενοικιοστάσιο — ψυχορράγημα — γαϊδουρολάτης — φράχτης — κατακύλισμα — γλειφιτζούρι — αρρώστια — περιηγητήτρια — ραδιοθεραπεία — αλαφρός — μπαρμπούνι — χαίτη — αρζαντό — ελαιόδεντρο — ραγδαία — θωπευτικά — προσανατολίζω — αφρόπλαστος |
|||