Новогреческий словарь
φανατίζω
φανατίζω
доводить кого-л. до фанатического исступления, делать кого-л.
фанатиком
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
фанатиком
? —
φανατίζω
как с
(ново)греческого
переводится слово
φανατίζω
? — фанатиком
#
(ново)греческий словарь
—
σταυρωμένος
—
αερόδαρτος
—
αντιβραχίωνας
—
λείος
—
μύρμηκος
—
τζετ
—
αποχινοπώρου
—
φουρούσι
—
ομίλημα
—
σκεπτικότητα
—
λιανίζω
—
χολοκυστεκτομία
—
μαλακολόι
—
δρομομετρία
—
χοντρόκωλος
—
μυρμηκικός
—
αιγυπτιακός
—
κατοπινά
—
μελτεμάκι
—
βιράρισμα
—
αμβλυωπικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,