|
распутный (о старике) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово распутный? — γεροκολασμένος как с (ново)греческого переводится слово γεροκολασμένος? — распутный — γεργέφι — ψυχοδυναμικός — καθιστά — αμετάλαβος — προτραπεζίτης — μαυρολογώ — σπεύδω — παιδόγγονα — τσιμπώ — δοξασία — στεριανός — διαλεχτρα — χατιράκι — υπερπλήρωση — ελληνοπρέπεια — στέρξιμο — ξαμώνω — αναπτερωτικός — αποδέχομαι — ανετοίμαστα — διασκεδαστικός |
|||