|
το 1) стадо; 2) церк. паства #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово стадо? — ποίμνιο как на (ново)греческом будет слово паства? — ποίμνιο как с (ново)греческого переводится слово ποίμνιο? — стадо, паства — οιακιστής — χειροτεχνία — αιωνίως — ματαβάζω — ακαζάνιαστος — ανθρακοποιός — απαλλοτριώνομαι — νεοπλατωνισμός — αψάρευτος — ανιμαλισμός — ανδρομίδα — ασυγχρώτιστος — αισθησιοκρατία — τεμαχισμένος — εγγυημένος — ιδρύω — ψηλαφιστός — μετακινημένος — τσαπατσούλικος — μετάληψη — χαβάνι |
|||