ποίμνιο

формы словаβ
ποίμνιο
το 1) стадо;
2) церк. паства



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово стадо? — ποίμνιο
как на (ново)греческом будет слово паства? — ποίμνιο
как с (ново)греческого переводится слово ποίμνιο? — стадо, паства


οιακιστήςχειροτεχνίααιωνίωςματαβάζωακαζάνιαστοςανθρακοποιόςαπαλλοτριώνομαινεοπλατωνισμόςαψάρευτοςανιμαλισμόςανδρομίδαασυγχρώτιστοςαισθησιοκρατίατεμαχισμένοςεγγυημένοςιδρύωψηλαφιστόςμετακινημένοςτσαπατσούλικοςμετάληψηχαβάνι




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit