Новогреческий словарь
ζωνάρι
ζωνάρι
το 1)
кушак, пояс
(широкий);
2) :
~ βαρελιού — обруч бочки
;
===
~ τ'ουρανού (или τής Παναγίας, τής κυράς, τής καλογριάς) — радуга
;
απλώνω τό ~ μου — распоясываться, распускаться
;
έχω κρεμάσει τό ~ μου (γιά καυγά) — затевать ссору, драку
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
кушак
? —
ζωνάρι
как на
(ново)греческом
будет слово
пояс
? —
ζωνάρι
как с
(ново)греческого
переводится слово
ζωνάρι
? — кушак, пояс
#
(ново)греческий словарь
—
κρυπτογράφημα
—
ψωμιέρα
—
κυβίστας
—
απροσέγγιστος
—
οπλασκία
—
ηλεκτρολογικός
—
αθιγγανικός
—
φορτοεκφορτωτής
—
βρεφοδόχος
—
τυρφώδης
—
φάνταξη
—
κολίτιδα
—
αναδιατάσσω
—
φιλοθηρία
—
προπαίδεια
—
μοναχοκόρη
—
μισοπνιγμένος
—
επαγωγικός
—
βλητική
—
ασκημομούρικος
—
ανασκέλιασμα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве