|
ο мессианство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мессианство? — μεσσιανισμός как с (ново)греческого переводится слово μεσσιανισμός? — мессианство — χρυσή — επεκτατικός — μπακανιάρης — εξακουστός — τομίδιο — γλωσσογραφία — αγνωμονώ — σανιδάδικο — κοτζάμ — συνταγογράφηση — ραχατλής — περιζώνω — μαγνητοπυρίτης — αποδειχθείς — γερόκοτα — μεταλλακτήρας — ελληνόφωνος — ξεβράκωμα — ξακουσμένος — καταλλήλως — μεγαλόσωμος |
|||