|
посадить кляксу (на что-л.) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово посадить кляксу? — μουντζαλώνω как с (ново)греческого переводится слово μουντζαλώνω? — посадить кляксу — κυψέλη — καλοριφέρ — βορά — άθεη — αποφυλάκιση — πόδι — κομψοπρέπεια — δεκαεπτά — παννιασμένος — αγιορείτης — απαιδος — εναερίζω — κορακάτος — περίγυρος — διαμέλισμός — επιδέτης — γεφυρόστρωση — δραματογράφος — ενάλιος — Ν — δικηγορόσημο |
|||