|
1) розовый, из роз; 2) розовый (о цвете); μέ ~α μάγουλα — розовощёкий #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово розовый? — τριανταφυλλένιος как на (ново)греческом будет слово из роз? — τριανταφυλλένιος как на (ново)греческом будет слово розовый? — τριανταφυλλένιος как с (ново)греческого переводится слово τριανταφυλλένιος? — розовый, из роз, розовый — μονατομικός — σοσιαλδημοκρατία — γλυκοσκάζω — τοπομαχικός — παρεισαγωγή — ατάξιδος — ζαρωματιά — ζωοδότειρα — θεολογικός — ηλικιώτης — ανθοπαραγωγή — περιγέλασμα — σιελογόνος — σκυλόδοντο — πλιό — στυπόχαρτο — κουρσάρικος — εκκαυμάτιση — οπωροφάγος — αδιαμφισβήτητος — ηγούμενος |
|||