|
относящийся к предкам #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово относящийся к предкам? — προγονικός как с (ново)греческого переводится слово προγονικός? — относящийся к предкам — απογυμνάζω — επιζήτηση — τυπογραφείο — μορμηγκοφάγος — μήν — ασθμαίνω — εξοδεύω — βουβώνα — εγκαθείργω — κορόϊδο — ζωοσπόριον — τρίγωνος — πόντισμα — επιδιορθωτής — Αγάθων — αδελφοξαδέλφια — ημιάγριος — ρωμαλέος — επιφέρων — υπακοή — στρατιωτικο |
|||