|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово σμυριδοφύλακας? — — γεροντόκοττα — φαντασιώδης — ορμίζομαι — ενδιάμεσο — αντιδραστικός — άβουλα — καρναβαλικά — κλαδώνω — φρύνος — καλάϊ — βουληφόρος — λουλάκι — παγκρεατίτιδα — γολέττα — αιδημόνως — γλίνα — χειροκρότηση — αποτέλεσμα — νικέλωση — γλωσσά — φωτογραμμετρία |
|||