|
το пугало, страшилище #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово пугало? — σκιάχτρο как на (ново)греческом будет слово страшилище? — σκιάχτρο как с (ново)греческого переводится слово σκιάχτρο? — пугало, страшилище — παρασπόρι — σπόδιον — σιγάζω — ανεραστος — λιγύφθωνος — υδροπονικός — καλομίλητος — χιονάτος — αμμωρυχείο — ιχνογράφημα — διωθώ — παρεμπόδιση — τριφωφοσφορικός — άεροβατω — νευροπαθολογία — θρασυδειλία — χρυσορράπτρια — μηλιγγόνι — αποδιδόμενος — ξεΐδρωμα — σουλτανάτο |
|||