αμινοβενζόλιο

формы словаβ
αμινοβενζόλιο



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово αμινοβενζόλιο? —


λιθοδομίασφραγιδόκηροςσταβάριμονοκότυλοςντελήτσαχρησμοδότηςσφυγμομετρώκαλομελετάωέκκριμαμηνιάτικοαπλωτόςεπικονιασμόςσυγκυβερνητικόςπαραστάτηςστηλιτευτικόςαπόψυξητενεκεδένιοςετερολαλίαπρύμνηπίνακαςβιβλιογνωστικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit