|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово αμινοβενζόλιο? — — λιθοδομία — σφραγιδόκηρος — σταβάρι — μονοκότυλος — ντελήτσα — χρησμοδότης — σφυγμομετρώ — καλομελετάω — έκκριμα — μηνιάτικο — απλωτός — επικονιασμός — συγκυβερνητικός — παραστάτης — στηλιτευτικός — απόψυξη — τενεκεδένιος — ετερολαλία — πρύμνη — πίνακας — βιβλιογνωστικός |
|||