|
вечный #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ωοπαραγωγικός? — — φαρσέρ — μυριολόγι — εξισωτής — νεόνυμφος — ευνοώ — γλαυκοειδής — ήρθην — ποδαράκι — λιάζω — αποδοτικότης — αναπαυτήριος — στηθάτος — πικεδένιος — ακατάπιοτος — ομογενής — ανεφαγιά — κατώφλι — πτώσσω — επωαστήρας — λαμπροφορεμένος — ανατροφέας |
|||