Новогреческий словарь
θεολογικός
θεολογικός
теологический; богословский
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
теологический
? —
θεολογικός
как на
(ново)греческом
будет слово
богословский
? —
θεολογικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
θεολογικός
? — теологический, богословский
#
(ново)греческий словарь
—
ανάβαθος
—
πανόμοιος
—
λεγάμενος
—
αποκολλάω
—
υπαισθησία
—
κυνοραίστης
—
επιβραδυντήρας
—
θεοσκοτωμένος
—
αγγλοτραφής
—
επιστόμωσις
—
λαρυγγίτιδα
—
χαλκουργός
—
πισσάσφαλτος
—
καπελλαδούρα
—
σαρακοφαγωμένος
—
εσοχος
—
ευλογνοκομμένος
—
λαφοκέρατο
—
λοφιοφόρος
—
λαχανοφαγία
—
πολλαπλασιαστής
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,