|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово τζάνερο? — — ημίτονο — λεπτοδουλεμένος — αστάθμιστος — γύρω — δαιμονιότητα — επίκεντρος — κατακρίνω — φιλοξενούσα — ηχολόγημα — βαθουλώνω — τηγάνι — νοθευτής — εδρεύω — οφιόδηκτος — αυτεμβόλιο — εκτομίας — ραντιστήρας — μηλόπαστα — αρχαΐζω — αντιπυροβολείο — διαμέτρηση |
|||