|
уст. призываемый (на помощь) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово призываемый? — επίκλητος как с (ново)греческого переводится слово επίκλητος? — призываемый — ξαπλώστηρα — αζάλωτος — σιταρότοπος — αποψινός — κονταρομαχία — υπερηχογράφος — παραξήγηση — ανανδρία — αφτώχευτος — βάλσαμο — χωματισμός — ασωτεμένος — ολοφάνερα — αγριοπόταμος — εφορμώ — αναβρύω — πετροπόλεμος — κελαρύζω — καταγεμίζω — πυροτεχνική — κακόπιστος |
|||