|
η духота #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово духота? — πνίγηρότητα как с (ново)греческого переводится слово πνίγηρότητα? — духота — αγαπιέμαι — φουριόζικα — μυκητώδης — σφαιροειδώς — καλοριφέρ — σκαλιέρα — γλωσσάς — πλαντάζω — κλαψιάρικο — ακρόρριζος — ωταρία — κρυερός — προχρονολόγηση — πυρακτώνομαι — τετρασθενής — εμφωλεύω — μάτωμα — μυγιάγγιχτος — αναπειστικός — πατρόθεν — αρχομανής |
|||