Новогреческий словарь
βλήτο
βλήτο
το :
τό έφαγε ~α — [phrase]он белены объелся[/phrase]
;
είναι πιό κουτός από τά ~α — [phrase]он полнейший идиот[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βλήτο
? —
#
(ново)греческий словарь
—
ερυσιβώ
—
διέκρους
—
μυγδαλιά
—
οχετός
—
ραχούλα
—
τσιγγάνικος
—
αναπόδιαση
—
οινέμπορος
—
γύμνασμα
—
παγάνα
—
δειλία
—
ιδανικότητα
—
μαρινάτος
—
αποχτυπάω
—
έγκληση
—
σήμαντρο
—
βασιλοπούλι
—
πλεύρισμα
—
χωματουργία
—
αρματολικός
—
υποδιαίρεση
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω