Новогреческий словарь
σχεδιάγραμμα
σχεδιάγραμμα
το
чертёж; план
;
κάνω ~ — снимать план
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
чертёж
? —
σχεδιάγραμμα
как на
(ново)греческом
будет слово
план
? —
σχεδιάγραμμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
σχεδιάγραμμα
? — чертёж, план
#
(ново)греческий словарь
—
μοναστικός
—
χρυσαυγή
—
καταπλέω
—
γιγαντοοθόνη
—
μαντατουρεύω
—
σόλα
—
τυφλίτης
—
κατσαρόλι
—
κύπτω
—
νομιναλιστικός
—
περιστήθιο
—
Μίνως
—
απιστώ
—
πριστός
—
προγονοπληξία
—
μόνιασμα
—
ψηφοθηρικός
—
τριακονταετής
—
αποζυγώνω
—
εκραζίτιδα
—
ωμός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве