Новогреческий словарь
τρυτάνη
τρυτάνη
η 1)
стрелка весов
;
2)
весы
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
стрелка весов
? —
τρυτάνη
как на
(ново)греческом
будет слово
весы
? —
τρυτάνη
как с
(ново)греческого
переводится слово
τρυτάνη
? — стрелка весов, весы
#
(ново)греческий словарь
—
ωθηση
—
συντριβή
—
εντομολογικός
—
ασάλπιστος
—
λογίζομαι
—
τρέχω
—
κοντραμπάντο
—
ανόρεξος
—
πνευμονολογία
—
αναρρωτικός
—
αμνοερίφια
—
λιακωτό
—
ζευκτήρας
—
συνοδεύω
—
ανθοπαραγωγή
—
λέβ
—
αλληλοαποκλειόμενος
—
ποτάσσιον
—
οινοποίησις
—
υδροφορία
—
απαράγραπτος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве