|
ο коалиция; блок; ~ κομμάτων — блок или коалиция партий; κυβέρνηση ~оύ — коалиционное правительство #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коалиция? — συνασπισμός как на (ново)греческом будет слово блок? — συνασπισμός как с (ново)греческого переводится слово συνασπισμός? — коалиция, блок — διάνθισμο — αντιστηρίζω — κεφαλόσκαλο — μουντζούρα — έτι — σιδηροπάσσαλος — υλικό — ξεμυγιάζω — ασίμωτος — σίτευση — καταλύτης — ένοπλος — διπληγία — σκιστός — ζωγραφική — αρακόσουπα — αντίκλα — συγκέντρωση — εκβίασμός — διπλασίασμα — ωμοφαγία |
|||