|
η соты; μέλι ~ς — сотовый мёд #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово соты? — κερήθρα как с (ново)греческого переводится слово κερήθρα? — соты — πλαγιοβάδισμα — φταίω — εντοίχιση — βουβόσκυλο — ταρίφα — τσιτωμένος — όσο — ακοομέτρηση — γοργοκινησιά — γαλβανοπλαστική — φεγγοβόλημα — νεολιθικός — γάπια — συμβολαιογραφία — ξεμεθώ — αξίδιαστος — μουσκέτο — αρδευτήρι — στύπωμα — αυτοπεριορισμός — ερμαφροδιτισμός |
|||