|
(-ορός) ο, η не имеющий (имеющая) отца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово не имеющий отца? — απάτωρ как с (ново)греческого переводится слово απάτωρ? — не имеющий отца — ξεζαλίζω — βοτανιάζω — σουσαμόπιττα — αργώ — περιβολαρήσιος — εικοσιπεντάρια — επαινετήριος — σταλαξιά — αποθηριώνω — δισκόφρενο — βραχιολάκι — ευχή — ώκιμον — σοδομισμός — καθρεφτάς — ζαβάδα — αναριώνω — ανταποδοτικά — δικάσιμος — μεντρεσές — λίτρο |
|||