Новогреческий словарь
απάτωρ
απάτωρ
(-ορός) ο, η
не имеющий (имеющая) отца
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
не имеющий отца
? —
απάτωρ
как с
(ново)греческого
переводится слово
απάτωρ
? — не имеющий отца
#
(ново)греческий словарь
—
θρησκόληπτος
—
εθνοφθόρος
—
αναπειστικός
—
αναπότρεπτος
—
αποθέρισμα
—
δελφινάριο
—
καταρράκωσις
—
αλειμματοκέρι
—
λεμονάκι
—
ξεστρωμένος
—
αρθρογραφώ
—
αυτοματισμός
—
σκωληκοτροφείο
—
καθελκύω
—
μαίευση
—
τηλεοπτικός
—
φορτοεκφόρτωση
—
κουρμπάνι
—
απεργασία
—
παραμέληση
—
σπήτι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве