|
надеяться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово надеяться? — ολπίζω как с (ново)греческого переводится слово ολπίζω? — надеяться — ισλαμιστής — επίφυτα — τάφος — εθνεγερτήριον — πούπουλο — Μαυρομμάτης — ανεξάτμιστος — δικονομία — ατρύγιστος — προγάστωρ — πεντάδα — γονέας — βατράχένιος — περιπολάρχης — λωποδυτικός — κρητιδικός — εξαρτισμός — ζαπιές — αδιακήρυκτος — γλυκοτραγουδιέμαι — σκυροκονίαμα |
|||