|
чешуйчатый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чешуйчатый? — λεπιδωτός как с (ново)греческого переводится слово λεπιδωτός? — чешуйчатый — αρακόσουπα — εντερορραφία — θερμοπερατός — χιονένιος — διαστολικός — ξαναφτιάχνω — βουτιά — ιδεαλιστής — γαλακτοπαραγωγός — αναθεωρήσιμος — διακονώ — νά — ξαναδιαβάζω — κόλπιος — ακροβατώ — κάθοδος — τσικνίζω — μπράντα — αμετάκλητος — ζαχαροδιαβήτης — υπούργημα |
|||